Μία πρωτότυπη προσέγγιση του found footage με μία ‘70s αισθητική που έχει λείψει από τις σημερινές ταινίες τρόμου.
Είναι κοινή παραδοχή ότι οι ταινίες τρόμου είναι ένα δύσκολο είδος. Δύσκολο, καθώς το να ακολουθήσεις μία πεπατημένη οδό μπορεί να είναι κάτι σεναριακά ασφαλές και έτσι κινδυνεύεις να ανακυκλώσεις ιδέες κουράζοντας τον θεατή με κοινοτοπίες. Ατόπημα στο οποίο δεν υπέπεσαν οι Κερνς.
Χωρίς να επανεφευρίσκουν το είδος χτίζουν εξαρχής ένα πολλά υποσχόμενο πλαίσιο. Η εισαγωγική αφήγηση μας συστήνει στον Τζακ Ντελρόι, παρουσιαστή ενός μεταμεσονύχτιου talk-show, ο οποίος σε όλη του την καριέρα έρχεται δεύτερος σε τηλεθέαση, πίσω από τον μεγάλο του αντίπαλο, ενώ από τον θάνατο της γυναίκας του και έπειτα βλέπει όλο και μεγαλύτερη πτώση της δημοτικότητάς του. Ημέρα-σταθμός η πασίγνωστη εκπομπή του, αυτή που έγινε την ημέρα του Χάλογουιν το 1977, μάρτυρες της οποίας θα γίνουμε, καθώς βλέπουμε το ανακτηθέν υλικό από τις κάμερες του στούντιο.

Και αν αυτή η εισαγωγή φαινομενικά περιέχει σωρό από πληροφορία, γίνεται μόνο και μόνο για να μπερδέψει. Με αναφορές σε πραγματικά γεγονότα και χαρακτήρες (Νίξον, Μάνσον) οι Κόλιν και Κάμερον Κερνς θολώνουν από την πρώτη στιγμή τα όρια ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα, δίνοντας την εντύπωση στον θεατή ότι παρακολουθεί μία ακόμη βραδινή εκπομπή. Έτσι, όταν ξεδιπλώνεται η πλοκή η φρίκη και η ανατριχίλα γίνονται πιο έντονες.
Μάλιστα αυτό είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας. Σε κάθε κομμάτι της αποτυπώνει εξαιρετικά τη ρετρό αίσθηση, από το εξαιρετικό production design, τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα κουρέματα μέχρι και το 4:3 aspect ratio που επέλεξαν οι σκηνοθέτες.

Πίσω από τη ματαιοδοξία του -εκπληκτικού το δίχως άλλο- πρωταγωνιστή (Ντέιβιντ Νταστμάλκιαν) κρύβεται μία άψογη σάτιρα της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας, τόσο για το αδηφάγο κοινό όσο για τον κυρίαρχο ρόλο της φήμης ως αυτοσκοπό. Και αυτό που σε τελική ανάλυση αναρωτιέσαι δεν είναι άλλο πέρα από το αν ο διάβολος στον οποίο αναφέρεται ο τίτλος είναι τα δαιμονικά στοιχεία που παρουσιάζονται στη διάρκεια της εκπομπής ή ο -γοητευτικός το δίχως άλλο- παρουσιαστής της.