Το «Έχω κάτι να πω» του Στράτου Τζίτζη, με πρωταγωνιστή τον Αντίνοο Αλμπάνη, προβλήθηκε για πρώτη φορά στο 65ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ενώ ήταν και διαθέσιμο για online προβολή. Μια μαύρη κωμωδία, μια ταινία μέσα στην ταινία που σατιρίζει και αυτοσαρκάζεται, με ένα πολύ δυνατό καστ να τη στελεχώνει. Με επιρροές από Fellini (8 ½, La Dolce Vita) και Truffaut (Day for Night), o σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ίσως την πιο meta ελληνική ταινία που έγινε ποτέ.
Η υπόθεση ακολουθεί τον Σταύρο Τζίτζα (Αντίνοος Αλμπάνης), πρώην σκηνοθέτη κινηματογράφου και νυν καθηγητή σε σχολή κινηματογράφου, στην προσπάθειά του να φιλοσοφήσει, γράφοντας ένα βιβλίο. Ο κύκλος του απορεί και τον χλευάζει, καθώς είναι πρωτόγνωρο για αυτούς ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης που ξέρουν να στραφεί ξαφνικά στη φιλοσοφία, εξετάζοντας ένα θέμα που δεν βγάζει πολύ νόημα. Ταυτόχρονα, τα χρέη τρέχουν, η κόρη του ψάχνει τι θα κάνει με τη ζωή της, η πρώην τον πιέζει και γενικά κανείς δεν φαίνεται να μοιράζεται έστω και λίγο το όραμα του, εκτός από μια ξεχωριστή γυναίκα που θα γνωρίσει στην πορεία. Αυτός όμως δεν πτοείται και γράφει ολημερίς και οληνυχτίς μέχρι να καταφέρει να εκδώσει το πολυπόθητο φιλοσοφικό του έργο για το «Αυτό».
![Έχω κάτι να πω - Review](https://cinexploration.gr/wp-content/uploads/2024/11/hq720.jpg)
Η ταινία είναι καθαρή κωμωδία, καθώς οποιοδήποτε συναίσθημα παρουσιάζεται με την κωμική έκφανση του (κάτι που παρατηρείται πολύ σε ελληνικές ταινίες) και προφανώς υπάρχει πλήθος κωμικών σκηνών. Ακόμα και όταν σοβαρεύει λίγο η κατάσταση, η ιστορία «σπάει» και μεταφερόμαστε στο ντοκιμαντέρ κομμάτι της ταινίας. Από την αρχή κιόλας, ο σκηνοθέτης κόβει τη ροή της ιστορίας και βλέπουμε όλο το backstage των γυρισμάτων: μια άλλη ταινία μέσα στην ίδια την ταινία. Οι πρωταγωνιστές «σπάνε», το crew μαζεύεται και αναζητά το φαγητό του και ο σκηνοθέτης συζητά το νόημα όλου αυτού του πρότζεκτ. Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση που βάζει τον θεατή μέσα στην ίδια τη διαδικασία του filmmaking αλλά και των νοημάτων που αποδίδονται κατά την υλοποίηση μιας ταινίας. Βέβαια, με αυτή την πρακτική, ταυτόχρονα ένιωσα να χάνω πολύ από κάθε συναίσθημα των πρωταγωνιστών και της δημιουργικής – πνευματικής διαδικασίας για τη συγγραφή ενός φιλοσοφικού βιβλίου.
Αξιοσημείωτες ερμηνείες από τους Αλμπάνη, Δούκα και Κοντομάρη, όμως η σκηνοθεσία και η διεύθυνση φωτογραφίας δεν καταφέρνουν να εντυπωσιάσουν. Στη μουσική επιμέλεια της ταινίας υπάρχει πληθώρα ειδών, με τη ροκ και τη ραπ να υπερισχύουν, χωρίς όμως να είναι τόσο εύστοχα τοποθετημένες μέσα στο έργο. Γενικά είναι μια ταινία που αξίζει να δείτε, έχοντας όμως στο μυαλό σας, πως πρόκειται για τον αυτοσαρκασμό ενός ανθρώπου που αποφάσισε να φιλοσοφήσει στην φτωχή Αθήνα του 21ου αιώνα, και ίσως τίποτα παραπάνω. Γιατί, η αλήθεια είναι, πως βλέποντάς την προσπαθούσα να καταλάβω αν υπάρχει κάτι βαθύτερο κάπου εκεί, αλλά ήρθε το τέλος και με επιβεβαίωσε για αυτά που προανέφερα. Ίσως κάποια στιγμή, αν την ξαναδώ αντιληφθώ και κάτι διαφορετικό (έτσι κι αλλιώς αυτή είναι η τέχνη), αλλά μέχρι τότε πιστεύω πως είναι απλά μια «καλή ταινία για τα ελληνικά δεδομένα».